ὁμοβλαστής

ὁμοβλαστής
ὁμο-βλαστής, ές,
A sprouting at the same time, ib.5.5.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομοβλαστής — ὁμοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. κακο βλαστής] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοβλαστῆ — ὁμοβλαστής sprouting at the same time neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοβλαστής sprouting at the same time masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοβλαστής sprouting at the same time masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοβλαστώ — ὁμοβλαστῶ, έω ή, κατά δ. γρφ., ομοιοβλαστάνω (Α) [ομοβλαστής] βλαστάνω ταυτοχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”